καταπλέει

καταπλέει
καταπλέω
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
καταπλέω
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμποροκαπετάνιος — ο 1. καπετάνιος πλοίου και συγχρόνως έμπορος, ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου που φορτώνει εμπορεύματα για λογαριασμό του και τά πωλεί στα διάφορα λιμάνια όπου καταπλέει 2. εμποροπλοίαρχος …   Dictionary of Greek

  • καταγωγή — η (AM καταγωγή) [κατάγω] η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”